- κνακίας
- κνακίας, ὁ (Α)(δωρ. τ.) βλ. κνηκίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κνακίας — Κνακίᾱς , Κνακίης masc acc pl Κνακίᾱς , Κνακίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηκίας — κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α) ονομασία τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. ίας (πρβλ. βομβυκ ίας, κροκ ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του] … Dictionary of Greek